μοσχοπουλώ

μοσχοπουλώ
και -άω και μοσκοπουλώ και -άω
πουλώ κάτι σε πολύ καλή τιμή και εύκολα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μόσχ(ο)- — και μοσκ(ο) (ΑΜ μοσχ[ο] , Μ και μοσκ[ο] ) α συνθετικό αρκετών λέξεων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. μόσχος (II) «ελαιώδες αρωματικό υγρό» και έχει τη σημασία ὅτι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) έχει ή αναδίδει ευωδιά (μοσχέλαιο,… …   Dictionary of Greek

  • καλοπουλώ — και καλοπουλάω πουλώ κάτι εύκολα και σε καλή, ικανοποιητική τιμή, ακριβοπουλώ, μοσχοπουλώ …   Dictionary of Greek

  • μοσκοπουλώ — και άω βλ. μοσχοπουλώ …   Dictionary of Greek

  • μοσχοπουλάω — (σπάν. μοσχοπουλώ), μοσχοπούλησα βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”